- πεντακόσια
- πεντακόσιοιfive hundredneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντακοσία — πεντακοσίᾱ , πεντακόσιοι five hundred fem nom/voc/acc dual πεντακοσίᾱ , πεντακόσιοι five hundred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακόσια — (αριθμ.) βλ. πεντακόσιοι … Dictionary of Greek
πεντακοσίας — πεντακοσίᾱς , πεντακόσιοι five hundred fem acc pl πεντακοσίᾱς , πεντακόσιοι five hundred fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσίαν — πεντακοσίᾱν , πεντακόσιοι five hundred fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… … Dictionary of Greek
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
MEDIMNUS — Graec. Μέδιμνος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew i. e. mensura et numerus, mensura fuit aridorum Attica, capiens secundum Budaeum l. 5. de Asse duas amphoras: secundum Georg. Agricolam l. 2. de Mensuris 108. libras mensurales seu 48. Choenicas;… … Hofmann J. Lexicon universale
Φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek